Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση που προσβάλλει τις αρθρώσεις και σε μερικές περιπτώσεις και άλλα όργανα στο σώμα. Τα συμπτώματα έρχονται συνήθως σταδιακά και μπορεί να περάσουν μερικές βδομάδες ή και μήνες μέχρι ο ασθενής να αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Στα αρχικά στάδια τα συμπτώματα μπορεί να είναι μη ειδικά όπως κόπωση, μυαλγίες, απώλεια βάρους και δέκατα. Οι αρθρώσεις προσβάλλονται με πόνο, πρήξιμο και πρωινή δυσκαμψία και κατά κανόνα συμμετρικά (οι ίδιες δηλαδή αρθρώσεις στο δεξί και αριστερό ήμισυ του σώματος). Πιο συχνά προσβάλλονται οι μικρές αρθρώσεις στα χέρια και τα πόδια (ιδίως στα αρχικά στάδια), αλλά μπορεί να προσβληθεί οποιαδήποτε άλλη άρθρωση.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα
Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα ζουν περίπου 70.000 με 100.000 ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα. H προδιάθεση κάποιου να αναπτύξει τη νόσο καθορίζεται από γενετικούς παράγοντες: άτομα που έχουν 1ου βαθμού συγγενή με ρευματοειδή αρθρίτιδα έχουν 3 φορές αυξημένο κίνδυνο να αποκτήσουν και οι ίδιοι τη νόσο. Εμφανίζεται στις γυναίκες 2 με 3 φορές πιο συχνά συγκριτικά με τους άνδρες. Η συνήθης ηλικία εμφάνισης είναι τα 35 με 60 έτη.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα
Ναι. Το κάπνισμα είναι ένας παράγοντας κινδύνου που αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα κάποιου να αναπτύξει ρευματοειδή αρθρίτιδα, ιδίως σε άτομα που έχουν συγγενείς (πρώτου ή δεύτερου βαθμού) με τη νόσο. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνεται κάθε προσπάθεια για διακοπή του καπνίσματος. Επιπροσθέτως, υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν ότι η περιοδοντίτιδα επίσης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Γι αυτό το λόγο συστήνεται καλή υγιεινή των δοντιών με τακτικό βούρτσισμα, οδοντικό νήμα, περιοδικό καθαρισμό από οδοντίατρο και θεραπεία της περιοδοντίτιδας (όταν αυτή υπάρχει).
Ρευματοειδής αρθρίτιδα
Η φλεγμονή στη ρευματοειδή αρθρίτιδα μπορεί να προκαλέσει βλάβες στις αρθρώσεις (δηλαδή στα οστά που αποτελούν την άρθρωση καθώς και τον αρθρικό χόνδρο). Αυτές οι βλάβες είναι κατά κανόνα μη αναστρέψιμες. Υπάρχει το λεγόμενο «παράθυρο ευκαιρίας» (window of opportunity) που αναφέρεται στα 2 πρώτα χρόνια μετά τη διάγνωση: αν δεν δράσουμε εντός αυτού του διαστήματος, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος να συμβούν αυτές οι μη αναστρέψιμες βλάβες. Με τη πάροδο του χρόνου η συσσώρευση τέτοιων βλαβών μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της κινητικότητας της άρθρωσης και να προκαλέσει αδυναμία του ασθενούς να κάνει τις καθημερινές του δραστηριότητες με αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής. Στις (όχι συχνές ευτυχώς) περιπτώσεις που η νόσος προσβάλλει άλλα όργανα (εκτός των αρθρώσεων) όπως πχ. τους πνεύμονες, την καρδιά, τα μάτια, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση στην ποιότητα ζωής, αλλά δυνητικά και σε μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης. Για όλους τους παραπάνω λόγους, είναι πολύ σημαντικό να γίνεται έγκαιρη διάγνωση και έναρξη θεραπείας της ρευματοειδούς αρθρίτιδας από τον ειδικό ρευματολόγο χωρίς καθυστέρηση.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι ένα νόσημα το οποίο μπορεί να προσβάλλει όργανα πέραν των αρθρώσεων. Ένα ποσοστό περίπου της τάξης του 10% των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα θα αναπτύξει προσβολή του αναπνευστικού συστήματος, του τύπου της διάμεσης πνευμονοπάθειας. Αυτό δημιουργεί φλεγμονή και ουλές στον πνεύμονα και εκδηλώνεται με βήχα (κατά κανόνα ξηρό) και δύσπνοια. Παράγοντες κινδύνου γι αυτό αποτελούν το κάπνισμα, το ανδρικό φύλο και η παρουσία anti-CCP αντισωμάτων. Στους ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα που αναπτύσσουν αυτή την επιπλοκή, χρειάζεται στενή παρακολούθηση και συνεργασία μεταξύ ρευματολόγου και πνευμονολόγου.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα
Η θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας χορηγείται από τον ειδικό γιατρό, το ρευματολόγο. Ο στόχος της θεραπείας είναι να επιτευχθεί πλήρης ύφεση των συμπτωμάτων και της φλεγμονής και να αποτραπούν βλάβες και απώλεια λειτουργικότητας των αρθρώσεων. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι τα τροποποιητικά της νόσου αντιρευματικά φάρμακα ή γνωστά στην διεθνή βιβλιογραφία ως «disease-modifying anti-rheumatic drugs (DMARDs)» και χωρίζονται σε 3 κατηγορίες: 1) τα συμβατικά αντι-ρευματικά φάρμακα (όπως πχ. η μεθοτρεξάτη), 2) οι βιολογικοί παράγοντες (πχ. etanercept, adalimumab, abatacept, and tocilizumab), 3) τα στοχευμένα συνθετικά φάρμακα (JAK αναστολείς). Οι ασθενείς που ξεκινάνε φαρμακευτική αγωγή για ρευματοειδή αρθρίτιδα θα πρέπει να βλέπουν το ρευματολόγο τους σε τακτική βάση και να κάνουν επαναληπτικές εξετάσεις αίματος για να ελέγχεται η ανεκτικότητα των ασθενών στα φάρμακα καθώς και να παρακολουθείται η ενεργότητα της νόσου.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα
Η κατάθλιψη είναι 2 φορές πιο συχνή σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Έχει φανεί μάλιστα ότι υπάρχει αμφίδρομη σχέση μεταξύ ρευματοειδούς αρθρίτιδας και προβλημάτων ψυχικής υγείας: Η ρευματοειδής αρθρίτιδα προκαλεί χρόνια φλεγμονή και παραγωγή ειδικών πρωτεινών στο αίμα (που ονομάζονται κυτταροκίνες), οι οποίες φαίνεται να οδηγούν σε ψυχικά συμπτώματα και κατάθλιψη, τα οποία με τη σειρά τους σχετίζονται με μικρότερη συμμόρφωση στη λήψη φαρμακευτικής αγωγής και τελικά μεγαλύτερη δυσκολία να τεθεί υπό έλεγχο η νόσος. Στη συνέχεια, αυτός ο ανεπαρκής έλεγχος της νόσου οδηγεί σε ψυχολογικές αντιδράσεις όπως θυμό, άγχος και κατάθλιψη. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος μεταξύ ψυχολογίας και των συμπτωμάτων της ρευματοειδούς και αυτό επιβάλλει την ορθή αντιμετώπιση αμφότερων προβλημάτων.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα
https://www.alevizos-md.com/