Το ανοσολογικό σύστημα είναι η άμυνα του οργανισμού απέναντι σε ξένους εισβολείς όπως μικρόβια/ ιούς καθώς και καρκινικά κύτταρα. Όταν αυτό το σύστημα αισθανθεί κίνδυνο από κάποιον εισβολέα, πυροδοτεί μία αντίδραση και επιτίθεται εναντίον του. Από την άλλη πλευρά, είναι σχεδιασμένο να αναγνωρίζει τα κύτταρα και τις πρωτεΐνες του ίδιου του οργανισμού και να μην αντιδρά σε αυτά. Στα αυτοάνοσα νοσήματα, όμως, το ανοσολογικό σύστημα είναι υπερδραστήριο και λανθασμένα επιτίθεται και δημιουργεί φλεγμονή σε υγιή όργανα και ιστούς του ίδιου του οργανισμού. Η επίμονη παρουσία αυτής της φλεγμονής μπορεί να δημιουργήσει μόνιμες βλάβες. Τα αυτοάνοσα νοσήματα χωρίζονται σε αυτά που προσβάλλουν ένα όργανο, όπως πχ. η θυρεοειδίτιδα Hashimoto και σε αυτά που προσβάλλουν διάφορα όργανα/ιστούς, τα λεγόμενα (συστηματικά) αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα.
Τα κυριότερα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, το σύνδρομο Sjogren’s, το σκληρόδερμα, οι μυοσίτιδες και οι αγγειίτιδες. Αρκετά από αυτά τα νοσήματα είναι πιο συχνά στις γυναίκες και μάλιστα νέες γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, όπως στην περίπτωση του συστηματικού ερυθηματώδη λύκου. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό δεν είναι πλήρως γνωστός, αλλά πιστεύουμε ότι ευθύνονται οι ορμόνες του γυναικείου φύλου, τα οιστρογόνα.
Αυτό το ερώτημα δεν έχει πλήρως αποσαφηνιστεί. Υπάρχουν γενετικοί παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση τους. Αν υπάρχει α’ ή β’ βαθμού συγγενής με ρευματοειδή αρθρίτιδα ή λύκο, αυξάνεται το ρίσκο κάποιου να τα αποκτήσει. Υπάρχουν οικογένειες που αρκετά μέλη τους έχουν διαφορετικά αυτοάνοσα νοσήματα. Εξυπακούεται ότι μπορεί κανείς να έχει συγγενείς με αυτοάνοσα, και ο ίδιος ποτέ να μην τα αναπτύξει. Πέραν των γενετικών, υπάρχουν και περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα (ιδίως για την περίπτωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας). Οι λοιμώξεις και το στρες έχουν επίσης ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση αυτών των νοσημάτων.
Όπως συζητήθηκε παραπάνω, το κάπνισμα πρέπει να αποφεύγεται, ιδίως σε άτομα που έχουν α’ ή β’ βαθμού συγγενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα. Αντίστοιχα, πρέπει να αποφεύγεται η έκθεση και σε άλλους εισπνεόμενους τοξικούς παράγοντες, όπως διαλύτες, αμίαντο, σκόνη πυριτίου και άνθρακα. Επίσης η περιοδοντίτιδα έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για ρευματοειδή αρθρίτιδα, επομένως έχει σημασία η καλή υγιεινή της στοματικής κοιλότητας. Πέραν αυτών, συστήνονται και τα γενικά μέτρα διατήρησης της υγείας, όπως η φυσική άσκηση, η ισορροπημένη διατροφή, ο περιορισμός του στρες και η διατήρηση επαρκών επιπέδων βιταμίνης D.
Οι ασθενείς με αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα έχουν σε αυξημένη συχνότητα συννοσηρότητες, όπως χρόνια πνευμονοπάθεια, νεφροπάθεια, διαβήτη, καρδιοπάθεια και παχυσαρκία, οι οποίες είναι παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσο από τον κορονοϊό. Η ανοσοκατασταλτική αγωγή που λαμβάνουν οι ρευματοπαθείς σχετίζεται γενικά με αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων και διερευνάται αν το ίδιο ισχύει για τον κορονοϊό. Οι ρευματοπαθείς που εκτίθενται ή προσβάλλονται από τον κορονοϊό θα πρέπει να επικοινωνούν με το θεράποντα ρευματολόγο γιατί προσωρινά ενδέχεται να διακοπεί η αντι-ρευματική αγωγή τους. Η απόφαση αυτή είναι εξατομικευμένη και λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα και ο κίνδυνος υποτροπής του ρευματικού νοσήματος και από την άλλη η βαρύτητα της COVID-19 λοίμωξης. Τέλος, ο εμβολιασμός έναντι του COVID-19 συστήνεται στους ρευματοπαθείς για την πρόληψη της λοίμωξης.
https://www.alevizos-md.com/